- κτήσιππος
- (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το δικαίωμα της ατέλειας (φορολογική απαλλαγή) και τόλμησε να προσβάλει δικαστικά έναν νόμο που ψηφίστηκε μετά την εισήγηση του Λεπτίνη, σύμφωνα με τον οποίο το δικαίωμα αυτό ήταν αποκλειστικό μόνο για τον Αρμόδιο, τον Αριστογείτονα και τους εννέα άρχοντες. Ο Δημοσθένης υπερασπίστηκε τον Κ. και εκφώνησε στο δικαστήριο τον γνωστό λόγο του Προς Λεπτίνην.
* * *κτήσιππος, -ον (Α)αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- τού κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξ-ιππος, κρατήσ-ιππος). Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.